- συγγένησις
- συγγέν-ησις, εως, ἡ,A meeting, Pl.Lg.948e (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγγένησις — ήσεως, ἡ, Α [συγγίγνομαι] συναναστροφή, συνάντηση («ἐν ἄλλαις συνουσίαις καὶ ἰδιωτικαῑς συγγενήσεσιν ἑκάστων», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
συγγενήσεις — συγγένησις meeting fem nom/voc pl (attic epic) συγγένησις meeting fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενήσεσιν — συγγένησις meeting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενήσεως — συγγενήσεω̆ς , συγγένησις meeting fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)